- ἀντέγραψε
- ἀντιγράφωwrite againstaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… … Dictionary of Greek
μένανδρος — I (Αθήνα 343/2 – 291 π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος της νέας κωμωδίας, τα έργα της οποίας ήταν κωμωδίες με πλοκή, δίχως χορικά και βασισμένες στις περιπέτειες τύπων αστών· το είδος αυτό παρουσιάστηκε στα αθηναϊκά… … Dictionary of Greek
Αλεξανδρινός κώδικας — Ένα από τα σπουδαιότερα ελληνικά χειρόγραφα της Βίβλου. Ανάγεται στον 5ο αι. μ.Χ., είναι γραμμένο σε μεγαλογράμματη γραφή και προέρχεται από την Αίγυπτο. Περιέχει την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, εκτός από κάποια τμήματα της Γένεσης, του Α’… … Dictionary of Greek
Άνταμ, Ρόμπερτ και Τζέιμς — (Robert & James Adam). Σκοτσέζοι αρχιτέκτονες, οι γνωστότεροι από τους τέσσερις γιους του επίσης αρχιτέκτονα Γουίλιαμ Ά. Ο Ρόμπερτ Ά. (Κέρκαλντι 1728 – Λονδίνο 1792), θεωρητικός της αρχιτεκτονικής, μελετητής των αρχαίων μνημείων και δημιουργός… … Dictionary of Greek
Αρισταίνετος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχιτέκτονας (2ος αι. μ.Χ.). Σε ένα επίγραμμα που αντέγραψε ο Κυριακός ο Αγκωνίτης εξυμνείται ως κατασκευαστής του περίφημου ναού του αυτοκράτορα Αδριανού στην Κύζικο της Μικράς Ασίας. 2. Επιστολογράφος (5ος αι. μ.Χ.) … Dictionary of Greek
Γένοβα ή Τζένοβα — (Genova). Πόλη (632.366 κάτ. το 2000) της Ιταλίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (1.831 τ. χλμ., 913.218 κάτ. το 2000) στην περιοχή της Λιγηρίας, στον ομώνυμο κόλπο. Βρίσκεται σε προνομιούχα τοποθεσία, η οποία διευκολύνει τις επικοινωνίες της με… … Dictionary of Greek
Διασσωρίνος ή Διαστωρηνός, Ιάκωβος — (Ρόδος; – Λευκωσία 1563).Λόγιος. Σπούδασε στη Χίο, κοντά στον Λήσταρχο, και από την εποχή αυτή άρχισε να ασχολείται με τη συλλογή και την αντιγραφή αρχαίων χειρογράφων. Μεταξύ του 1543 και του 1545 εγκαταστάθηκε στη Βενετία, ενώ στη συνέχεια… … Dictionary of Greek
Δωρόθεος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αργείος χαλκοπλάστης (5ος αι. π.Χ.). 2. Ολύνθιος γλύπτης (1ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Ηγήσανδρου. Αναφέρεται ως ο δημιουργός αγάλματος του Πομπήιου, την κατασκευή του οποίου του ανέθεσαν το 62 π.Χ. οι Μυτιληναίοι,… … Dictionary of Greek
Έγκλεχαρτ, Τζoρτζ — (George Engleheart, 1752 – 1829). Άγγλος μικρογράφος. Διετέλεσε μαθητής του Γ. Μπάρετ και κατόπιν του σερ Τζόσουα Ρέινολντς, του οποίου τα έργα αντέγραψε σε πολυάριθμα αντίτυπα (μινιατούρες). Επιδόθηκε στη δημιουργία πορτρέτων, ανάμεσα στα οποία… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek